- ὄαροι
- ὄᾰρ-οι,= γυναῖκες, Hsch. (formed from gen.A
ὀάρων Il.9.327
).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀάρων Il.9.327
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ὄαροι — Ὄαρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄαροι — ὄαρος converse masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όαρος — ὄαρος, ὁ (Α) 1. φιλική συναναστροφή, σχέση οικειότητας («παρθενίους τ ὀάρους μειδήματά τε», Ησίοδ.) 2. συνομιλία, λόγος 3. μικρή ωδή, ασμάτιο («μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον», Πίνδ.) 4. στον πληθ. οἱ ὄαροι αναγνώσεις, αναγνώσματα 5. φρ. α)… … Dictionary of Greek